-
1 μυωξός
Grammatical information: m.Meaning: `dormouse' (Opp. K. 2, 574).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: Fick, GGA 1894, 241, proposed *μυ-ωκ-ι̯ος prop. "who shuts his eyes", verbal governing comp. of μύω `sut' and the word for `eye', IE * ōkʷ-, with ι̯ο-suffix and ev. lengthening in compounds; but this would have given - σσ-, not - ξ-. Wrong Prellwitz s.v. ( μῦς + χθών?). -- Not quite clear ist μυωξία, by H. and Suid. glossed with ὑβριστικὸς λόγος, after Suid. also = `mouse-hole', μυωπία (s.v.); if right, the 1. member must be μῦς. However, if the last explanation is correct, the connection with μύω `shut' cannot be correct. - I rather think that the word is Pre-Greek. Cf. μόροξος.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μυωξός
См. также в других словарях:
βλαστήμια — η (AM βλασφημία) ανόσιος και υβριστικός λόγος εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων νεοελλ. 1. κατάρα 2. βρισιά εναντίον προσώπου αρχ. 1. δυσοίωνος λόγος («παραστὰς τοῑς βωμοῑς βλασφημίαν πᾱσαν βλασφημεῑ») 2. δυσφήμηση, συκοφαντία.… … Dictionary of Greek
χοντρόλογο — το, Ν υβριστικός λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + λόγος (πρβλ. βρομό λογο, ερωτό λογο)] … Dictionary of Greek
βρισιά — και βριξιά, η υβριστικός λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. βρισιά < μσν. υβρισία < ύβρισα, αόρ. του υβρίζω βριξιά < έβριξα, διαλεκτικός τύπος αορίστου του βρίζω] … Dictionary of Greek
ημιάνδριον — ἡμιάνδριον, το (Μ) (ως υβριστικός λόγος) υποκορ. τού ἡμίανδρος … Dictionary of Greek
κακόθρους — κακόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικός («κακόθρους λόγος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ θρους, πολύ θρους] … Dictionary of Greek